- πταρμικός
- η , ό[ν] , πταρμογόνος, ος, ο[ν] вызывающий чиханье
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πταρμικός — causing to sneeze masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμικός — ή, ό / πταρμικός, ή, όν, ΝΑ [πταρμός] 1. αυτός που προκαλεί πταρμό, φτέρνισμα 2. το θηλ. ως ουσ. η πταρμική είδος φυτού που προξενεί φτέρνισμα* αρχ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πταρμικά όσα προκαλούν πταρμό … Dictionary of Greek
πταρμικόν — πταρμικός causing to sneeze masc acc sg πταρμικός causing to sneeze neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμικοῖς — πταρμικός causing to sneeze masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμικοῖσι — πταρμικός causing to sneeze masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμικοῦ — πταρμικός causing to sneeze masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμικούς — πταρμικός causing to sneeze masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμικῷ — πταρμικός causing to sneeze masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμικά — πταρμικά̱ , πταρμική sneezewort fem nom/voc/acc dual πταρμικά̱ , πταρμική sneezewort fem nom/voc sg (doric aeolic) πταρμικός causing to sneeze neut nom/voc/acc pl πταρμικά̱ , πταρμικός causing to sneeze fem nom/voc/acc dual πταρμικά̱ , πταρμικός… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμικῶν — πταρμική sneezewort fem gen pl πταρμικός causing to sneeze fem gen pl πταρμικός causing to sneeze masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πταρμική — η, ΝΑ βλ. πταρμικός … Dictionary of Greek